-
1 μάταιος
μάταιος, att. oft 2 Endgn, eitel, nichtig, von Sachen, ohne Kraft u. Wirkung, auch leichtfertig; λόγος, ἔπος, Theogn.; Posse, Zote, Her. 3, 120. 6, 68. – Von Menschen, eitel, thöricht, albern, φῦλον ἐν ἀνϑρώποισιν ματαιότατον, Pind. P. 3, 21; oft bei den Tragg. von Menschen u. Sachen, γλώσσῃ ματαίᾳ ζημία προςτρίβεται, durch die thörichte, unbesonnene Zunge, Aesch. Prom. 329, wie Ag. 1647; χαρᾷ ματαίᾳ, Spt. 424; μάταιος ἐκ νυκτῶν φόβος, Ch. 286; ματαίων ἀνοσίων τε κνωδάλων, Suppl. 743; ψαύει ματαίαις χερσίν, Soph. Tr. 562, er tastet mit frechen, frevelnden Händen an; ἆρ' ἂν ματαίου τῆςδ' ἂν ἡδονῆς τύχοις; O. C. 784; πότερον ἐγὼ μάταιος, Trach. 860, bethört, wahnsinnig, wie κλύειν ἀνδρὸς ματαίου Ai. 1141; καὶ μανιώδεις κύνες, Xen. Mem. 4, 1, 9; ὅςτις ἐμπόρῳ χρῆται τέχνῃ μάταιος, Eur. Phoen. 962; λόγων ματαίων ἕνεκα, Med. 450; frech, καὶ παιγνιήμων, Her. 2, 173; μάταιος ὃς γελοῖον ἄλλο τι ἡγεῖται ἢ τὸ κακόν, Plat. Rep. V, 452 d; μάταιος ἂν εἴη πόνος, λόγος, Tim. 40 d Legg. II, 654 e; ἡ μάταιος δοξοσοφία, Soph. 231 b; ματαίας βουλήσεις, L. V, 742 c; ἡ στρατεία μάταιος, Dem. 1, 17; Sp., μάταια αὐτοῖς ἦν καὶ ἄπρακτα τὰ δόρατα, Pol. 6, 25, 6. – Adv. ματαίως, ἐρεῖν, Plat. Ep. VII, 331 d. – Man vgl. das französische mat, unser matt.
-
2 μάταιος
μάται-ος [μᾰ], α, ον A.Pr. 331, Th. 442, Ag. 422 (lyr.), etc.; also ος, ον ib. 1151, Ch.82, Eu. 337 (all lyr.), S.OC 780, E.IT 628, Pl.Sph. 231b, D.1.18: ([etym.] μάτη):—I vain, empty, idle:1 of words, acts, etc.,μάταια νομίζομεν Thgn.141
, cf. 487, 492, etc.; μ. λόγοι idle tales or words, Hdt.7.10.ή; μ. ἔπεα ib.11;δόξαι φέρουσαι χάριν μ. A. Ag. 422
(lyr.); μ. ὑλάγματα, ποιφύγματα, ib. 1672, Th. 281; μ. εὐχή E.l.c.;μάταια βάζειν τινά Id.Hipp.119
;μ. τι δρᾶσαί τινα Id.Cyc.662
(lyr.);μ. ἂν εἴη πόνος Pl.Ti. 40d
; μ. ἡδονή S.l.c.;δοξοσοφία Pl.Sph.
l.c.; ; τὰ μ. ἀναλώματα useless expenses, POxy.58.20 (iii A.D.); but also, μ. ἔπος a word of offence, Hdt.3.120.2 of persons, empty, foolish,ματαιότεροι νόον Thgn.1025
, cf. Hdt.2.173, S.Tr. 863, 888 (lyr.), Ar.V. 338, Amips.9 ([comp] Sup.);φῦλον ματαιότατον Pi.P.3.21
; worthless, S.Ant. 1339 (lyr.).II rash, irreverent, profane, freq. in A., μ. γλῶσσα Pr.l.c., Ag. 1662 (troch.); ; αὐτουργίαι μ., of matricide and the like , Eu.l.c.; χαρὰ μ. mad merriment, Th. 442;μ. ἀνοσίων τε κνωδάλων Supp. 762
; τὸ μὴ μ. seriousness, gravity, ib. 198;ψαύειν ματαίαις χερσί S.Tr. 565
.III Adv. -ως idly, without ground, ib. 940, Emp.39.2, E.Fr.908.4;ὀχλεῖν τοῖς ἀνθρώποις Aen.Tact.6.1
; μ. ἐρεῖν to no purpose, Pl.Ep. 331d; ταλαιπωρῆσαι Polystr.p.31 W.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μάταιος
См. также в других словарях:
μάταιος — η ο, θηλ. και α, (ΑM μάταιος, ον, θηλ. και αία) (για λόγια ή πράξεις) άσκοπος, ανώφελος, άχρηστος, αυτός που δεν φέρνει αποτέλεσμα, ατελεσφόρητος (α. «παῡσαι λέγων λόγους ματαίους», Η ρόδ. β. «ἄνθρωποι δὲ μάταια νομίζομεν», Θέογν.) νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… … Dictionary of Greek
Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Κεφαλονιά — Νησί (781,49 τ. χλμ., 36.404 κάτ.), του Ιονίου πελάγους με πρωτεύουσα το Αργοστόλι. Είναι γνωστό και ως Κεφαλληνία. Αποτελεί το μεγαλύτερο νησί των Επτανήσων και το έκτο μεγαλύτερο της Ελλάδας. Βρίσκεται απέναντι από τον Πατραϊκό κόλπο. Το… … Dictionary of Greek